Λόγω των ερευνητικών μου ενδιαφερόντων, παρακολουθώ τις πολιτικές εξελίξεις στην Κύπρο τα τελευταία εννέα χρόνια. Παρά τη στενή μου επαφή με το νησί, αιφνιδιάστηκα από την κατάρρευση του «κυπριακού οικονομικού θαύματος». Προσπαθώντας λοιπόν κι εγώ να κατανοήσω τι συνέβη, καταθέτω για συζήτηση 5+1 σύντομες σκέψεις για την κρίση.
Τι(ς) πταίει;
Παρότι υπάρχουν καταλληλότεροι για να εξηγήσουν τις αιτίες της κατάρρευσης, νομίζω ότι είναι κοινώς αποδεκτό πως η κυπριακή οικονομία οδηγήθηκε σε αυτή τη δύσκολη θέση λόγω ενός συνδυασμού αιτιών. Πρώτον, είναι προφανές ότι ο τραπεζικός της τομέας ήταν υπερτροφικός. Όμως, όπως σωστά σημείωσαν αρκετοί αναλυτές, δεν είναι ο μόνος εντός της Ε.Ε. Κράτη-μέλη όπως η Μάλτα, η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο διαθέτουν εξίσου υπερμεγέθεις τραπεζικούς τομείς. Ωστόσο στην Κύπρο φαίνεται ότι το πρόβλημα βιωσιμότητας του τραπεζικού τομέα οφείλεται εν πολλοίς σε επιλογές υψηλού ρίσκου που έκαναν ορισμένες τράπεζες τα τελευταία χρόνια και στην έκθεσή τους σε τοξικά ελληνικά ομόλογα. Δεν είναι όμως μόνο αυτή η αιτία που οδήγησε την κυπριακή οικονομία σε αυτό το πρωτοφανές αδιέξοδο. Ευθύνες θα πρέπει να επιμεριστούν και στην πολιτική ηγεσία των τελευταίων πέντε ετών. Σίγουρα, η παγκόσμια οικονομική κρίση συνέτεινε στη δημιουργία του ελλείμματος της τάξης του 7% που κληροδότησε η κυβέρνηση του Δημήτρη Χριστόφια τον τελευταίο χρόνο της διακυβέρνησής της. Ταυτόχρονα όμως, μια σειρά κακές επιλογές, κωλυσιεργίες και πραγματικές καταστροφές όπως το Μαρί έφεραν σε βαθιά κρίση την οικονομία. Στην τελική φάση του δράματος, το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Νίκου Αναστασιάδη δεν είχε προβλέψει ότι θα τεθεί το ζήτημα του κουρέματος έπαιξε και αυτό τον ρόλο του.
Το κούρεμα
Ανεξαρτήτως του ψυχοδράματος που εκτυλίχτηκε μέχρι την τελική συμφωνία, το κούρεμα στο οποίο τελικά συμφώνησε η κυβέρνηση Αναστασιάδη είναι μάλλον καλύτερη λύση από την πρόταση του Eurogroup που καταψήφισε η κυπριακή Βουλή, δεδομένου ότι προστατεύονται οι καταθέσεις κάτω των 100.000 ευρώ. Οι τεκτονικές αλλαγές όμως που επιφέρει στο οικονομικό περιβάλλον της Κύπρου είναι το ίδιο καταστροφικές. Η Κύπρος για το προβλεπόμενο διάστημα δεν θα είναι ένα θελκτικό χρηματοπιστωτικό κέντρο. Ο συγκεκριμένος τομέας που αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της κυπριακής οικονομίας και πρόσφερε εργασία σε ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού της έχει δεχτεί ένα καίριο πλήγμα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ούτως ή άλλως η Κυπριακή Δημοκρατία (Κ.Δ.) θα έπρεπε να αναθεωρήσει το θεσμικό πλαίσιο και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του χρηματοπιστωτικού της τομέα. Η απόφαση όμως του Eurogroup για κούρεμα των καταθέσεων που οδηγεί de facto στη συρρίκνωσή του ενέχει χαρακτηριστικά «σοκ και δέους». Από την άλλη, είναι επίσης αλήθεια ότι η επιλογή να πληγούν κατά σειρά οι μέτοχοι, οι πιστωτές (ομολογιούχοι) των συγκεκριμένων τραπεζών και οι καταθέτες για το ποσό των καταθέσεών τους που ξεπερνά το όριο εγγυημένων καταθέσεων των 100.000 ευρώ είναι κοινωνικά πιο δίκαιη από τα μέτρα που πλήττουν οριζόντια τα μέσα και χαμηλά εισοδήματα όπως οι μειώσεις μισθών, οι αυξήσεις Φ.Π.Α. κτλ. Πολύ φοβάμαι όμως ότι για να αντιμετωπιστεί η δίνη στην οποία μπήκε η κυπριακή οικονομία μετά την απόφαση του Eurogroup, η λήψη επιπρόσθετων οριζόντιων μέτρων έχει απλώς μετατεθεί για λίγο αργότερα.
Οι τροϊκανοί είναι «φίλοι» μας
Πέρα από τυχόν συναισθηματισμούς και απογοητεύσεις που εύλογα προκαλούν αποφάσεις σαν αυτή του κουρέματος, εκείνο που πρέπει να κατανοήσουν όλες οι κοινωνίες που πλήττονται είναι ότι μέλημα όλων των «παικτών» που συμμετέχουν στη διαχείριση της κρίσης είναι πρωτίστως η προάσπιση των εθνικών και πολιτικών τους συμφερόντων και δευτερευόντως η επίδειξη αλληλεγγύης προς τα πληττόμενα κράτη. Στους παραπάνω «παίκτες» πρέπει να συμπεριληφθούν και χώρες που παρουσιάστηκαν ως προαιώνιοι σύμμαχοι όπως η Ρωσία. Με αυτή την έννοια, ακόμη και μια τόσο ακραία απόφαση όπως το κούρεμα δεν πρέπει να μας προξενεί κατάπληξη από τη στιγμή που εξυπηρετεί τις πολιτικές επιδιώξεις των συγκεκριμένων «παικτών».
Την ίδια στιγμή το κούρεμα καταδεικνύει ότι όσο περνά ο καιρός όλα τα «ταμπού» που σχετίζονται με τη διαχείριση της κρίσης αποδομούνται. Από τη στιγμή που οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ αποφάσισαν να βάλουν χέρι στα «άγια των αγίων» των τραπεζικών καταθέσεων, όλα είναι πιθανά. Κάτι που αποδεικνύει άλλωστε και η δήλωση του Γερούν Ντάισσελμπλουμ με την οποία παρουσίασε το «κούρεμα» σαν μοντέλο για την επίλυση τραπεζικών προβλημάτων στην Ευρωζώνη, έστω και αν την ανασκεύασε κατόπιν στο τουίτερ. Ίσως αυτή η αποδόμηση των ταμπού θα πρέπει να αποτελέσει μία αφορμή ώστε όλες οι κοινωνίες των πληττόμενων κρατών να προχωρήσουν σε μία συζήτηση όλων των εναλλακτικών προτάσεων για έξοδο από την κρίση χωρίς αποκλεισμούς και φοβίες.
Αυτό που πραγματικά σοκάρει όμως στην απόφαση του κουρέματος είναι ότι το Eurogroup αγνόησε την πιθανότητα πως μια τέτοια απόφαση θα μπορούσε να ενσπείρει τον πανικό στις αγορές γενικότερα και στις κοινωνίες των πληττόμενων κρατών ειδικότερα. Εκ των πραγμάτων, το ρίσκο που ανέλαβαν, δικαιώθηκε. Την ίδια στιγμή πληθαίνουν οι φωνές που αμφισβητούν την ορθότητα της επιλογής της παραμονής στην Ευρωζώνη για τα κράτη που έχουν πληγεί από τις πολιτικές «διάσωσης». Μένει να φανεί αν αυτές οι «φωνές», που σε κάθε χώρα προέρχονται από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους, θα μπορέσουν να προτείνουν πειστικές και βιώσιμες εναλλακτικές πολιτικές εξόδου από την κρίση.
Το Σχέδιο Ανάν
Ό,τι έχουμε σημειώσει μέχρι τώρα θα μπορούσε να ισχύει και για κάθε άλλη χώρα της οποίας πλήττεται η οικονομία. Αν υπάρχει κάτι ιδιαίτερο στην περίπτωση της Κύπρου που δεν θα μπορούσε να συναντηθεί σε κανένα άλλο κράτος είναι το ότι στο πεδίο του δημόσιου λόγου συνδέεται η απόφαση του Eurogroup για κούρεμα με το «επάρατο» Σχέδιο Ανάν. Μνημονιακοί και αντιμνημονιακοί, αριστεροί και δεξιοί, «νενέκοι» και «τουρκοφάγοι», Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι, πολιτικοί και τραγουδιστές δεν δίστασαν από την πρώτη στιγμή να υποδείξουν τα αόρατα νήματα που συνδέουν αυτές τις δύο ιστορικές στιγμές της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Κανείς δεν εξήγησε όμως πώς συνδέονται, από τη μια, ένα σχέδιο επανένωσης του νησιού, το οποίο βασίστηκε στις αρχές της «διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας», συνδιαμορφώθηκε από τις κυβερνήσεις του Γλαύκου Κληρίδη και του Τάσσου Παπαδόπουλου και δόθηκε στο λαό για έγκριση με δημοψήφισμα, με μία αιφνιδιαστική και προβληματική απόφαση του Eurogroup, από την άλλη, για τη στήριξη της κυπριακής οικονομίας. Το μόνο που προσφέρθηκε ως εξήγηση είναι οι προσφιλείς θεωρίες συνωμοσίας. Και αν το 2004 οι δράκοι του παραμυθιού ήταν οι Τούρκοι, οι Αμερικάνοι, οι Βρετανοί και τα πειθήνια όργανά τους, συμπεριλαμβανομένου του Ο.Η.Ε., τώρα ο διεθνής παράγοντας παίρνει την εκδίκησή του για το «όχι» στο Σχέδιο Ανάν μέσω της Άνγκελα Μέρκελ. Αναμφίβολα αυτοί οι λογικοί ακροβατισμοί είναι διασκεδαστικοί. Το μόνο που καταφέρνουν όμως είναι να ρίχνουν νερό στο μύλο της διαίρεσης των δύο κοινοτήτων που κατοικούν στο νησί και να ενισχύουν αυτή την αίσθηση του «ανάδελφου έθνους» που είναι τόσο προσφιλής στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα
Ίσως η πιο στερεοτυπική φράση σε σχέση με την κοινοβουλευτική δημοκρατία που επαναλαμβάνεται σχεδόν σε καθημερινή βάση από τα Μ.Μ.Ε. και τους εκπροσώπους της πολιτικής τάξης είναι ότι «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Πέρα από την τυχόν ναυτία που προκαλεί η επανάληψη, αυτή η φράση υπογραμμίζει την ύπαρξη μηχανισμών άρσης των πολιτικών αδιεξόδων στις δημοκρατικές κοινωνίες με αποκορύφωμα την προσφυγή σε εκλογές. Με αυτή την έννοια, η Βουλή των Αντιπροσώπων ως νομοθετικό όργανο της συντεταγμένης κυπριακής πολιτείας είχε κάθε δικαίωμα να πει «όχι» σε μία νομοθετική πρόταση που θεώρησε πως δεν είναι προς το συμφέρον της κοινωνίας. Βέβαια, στη δημοκρατία μπορεί να μην υπάρχουν αδιέξοδα, αλλά κάθε απόφαση των θεσμικών οργάνων έχει συνέπειες. Οπότε, δεδομένου ότι η απόφαση της κυπριακής Βουλής δεν επέλυσε το πρόβλημα βιωσιμότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι θεσμοί της Κ.Δ. έπρεπε να συνεχίσουν την προσπάθεια να βρουν λύση. Μία εβδομάδα μετά, επιτεύχθηκε ένας συμβιβασμός και είναι στην κρίση της ελληνοκυπριακής κοινότητας να αποφασίσει αν είναι προς το συμφέρον της ή όχι.
Αυτή όμως είναι η μία μόνο πλευρά του νομίσματος. Η άλλη αφορά το γεγονός ότι η Κύπρος είναι μέλος μιας υπερεθνικής πολιτείας που επίσης βασίζεται σε δημοκρατικές αρχές. Ως εκ τούτου, είναι εξίσου δικαίωμα του Eurogroup και των λοιπών οργάνων της Ε.Ε. να αποφασίσουν τους όρους της δανειοδότησης της Κύπρου. Είναι όμως δύσκολο να δικαιολογηθεί το γιατί αυτοί οι όροι έγιναν επαχθέστεροι μέσα σε μία εβδομάδα. Καλό είναι να γίνει κατανοητό από τις πολιτικές ελίτ της Ευρώπης ότι η Ε.Ε. είναι μία πολυεπίπεδη δημοκρατική πολιτεία στην οποία οι αποφάσεις των κοινοβουλίων των κρατών-μελών πρέπει να γίνονται σεβαστές. Τέτοιες τάσεις ρεβανσισμού ενισχύουν την άποψη ότι η Ε.Ε. δυσκολεύεται να αφομοιώσει αποφάσεις που δεν συμφωνούν με τις κυρίαρχες επιλογές της, όπως έχει φανεί στο παρελθόν για παράδειγμα με τα δημοψηφίσματα έγκρισης των συνθηκών στην Ιρλανδία.
«Η Κύπρος κείται μακράν»
Ο δημόσιος διάλογος που έλαβε χώρα στην Ελλάδα την ώρα που εξελισσόταν το κυπριακό δράμα κατέδειξε ότι για τους Ελλαδίτες «η Κύπρος κείται μακράν». Η άγνοια βασικών δεδομένων της κυπριακής πολιτικής ζωής ήταν παραπάνω από εμφανής. Η άγνοια αυτή όμως δεν εμπόδισε πολιτικούς και δημοσιογράφους να επιδοθούν σε μια διαμάχη σε σχέση με το «όχι» της κυπριακής Βουλής. Η διαμάχη αυτή δεν αφορά τόσο το αν αυτή η επιλογή ήταν καλή ή κακή για τον κυπριακό λαό, αλλά κυρίως το αν δικαιώνει ή αν θέτει σε αμφισβήτηση τις πολιτικές που έχουν προτείνει και εφαρμόσει η συμπολίτευση και η αντιπολίτευση στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ελληνική πολιτική τάξη μπορεί και πρέπει να μελετήσει και να βγάλει συμπεράσματα από την κρίση που διέρχεται η Κύπρος και άλλες χώρες. Σε κάθε περίπτωση όμως, το κυπριακό «όχι», περήφανο ή κακοζυγισμένο, επωφελές ή ανώριμο, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως απόφαση ενός θεσμικού οργάνου ενός ανεξάρτητου κράτους. Με το να παρουσιάζονται η Κύπρος και οι πολιτικοί της είτε σαν να άγονται και να φέρονται από τον Αλέξη Τσίπρα και τον Πάνο Καμμένο, είτε σαν να αποδοκιμάζουν ή να επιβεβαιώνουν τον Αντώνη Σαμαρά, τον Ευάγγελο Βενιζέλο και τον Φώτη Κουβέλη, πέρα από τη γελοιότητα του πράγματος, αμφισβητείται εκ των πραγμάτων η πολιτική αυτονομία ενός ανεξάρτητου κράτους που υπάρχει εδώ και 53 χρόνια και επανέρχεται σαν φάρσα το στερεότυπο της Αθήνας ως εθνικού κέντρου.
This article was first published in Chronos magazine on April 2013