Κάθε εθνοτική σύγκρουση (conflict) έχει ένα προφανές διακύβευμα όπως είναι η δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους (βλ. Παλαιστινιακό), η (επαν)ένωση με μία τρίτη χώρα (βλ. Β. Ιρλανδία) κοκ. Για τους Brendan O’Leary και John McGarry –δύο από τους σημαντικότερους ερευνητές της διαμάχης στη Β. Ιρλανδία- κάθε τέτοια διαμάχη, όμως, έχει και ένα δεύτερο επίπεδο (meta-conflict). Σε αυτό, οι αντιμαχόμενες πλευρές διαφωνούν και συγκρούονται λεκτικά και για το τι ακριβώς είναι η διαμάχη στην οποία εμπλέκονται.
Mε άλλα λόγια κάθε πλευρά υιοθέτει το δικό της αφήγημα για τα αίτια, τη φύση και τη μορφή της διαμάχης στην οποία συμμετέχουν. Και βέβαια τα δύο αφηγήματα είναι αντίθετα και συγκρουόμενα αν και σχεδόν πάντοτε περιγράφουν συμπληρωματικά την αλήθεια.
Για παράδειγμα, το κυρίαρχο αφήγημα της ελληνοκυπριακής κοινότητας σε σχέση με το Κυπριακό είναι ότι πρόκειται για πρόβλημα εισβολής, κατοχής και καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Τουρκία. Από την άλλη οι Τουρκοκύπριοι αρνούνται πεισματικά ότι το πρόβλημα ξεκίνησε το ‘74. Τονίζουν ότι η δικοινοτική Κυπριακή Δημοκρατία κατέρευσε το ’63-‘64 κυρίως με ελληνοκυπριακή υπαιτιότητα και στέκονται στην απομόνωση και την απειλή που έζησαν από το ’63 μέχρι το ’74.
Το συγκεκριμένο πρόβλημα που μόλις περιέγραψα θα μπορούσε να ενδιαφέρει μόνο όσους ασχολούνται σε θεωρητικό επίπεδο με τις εθνοτικές συγκρούσεις. Δυστυχώς όμως αποτελεί και ένα απο τα σημαντικότερα εμπόδια για την επίλυση τους. Ο λόγος είναι ο εξής: Κάθε σχέδιο επίλυσης βασίζεται στο συμβιβασμό. Προκειμένου να γεφυρωθούν οι συνήθως μαξιμαλιστικές θέσεις των αντιμαχόμενων πλευρών δημιουργείται ένα σχέδιο που να επιτρέπει να συμβιώσουν οι εχθροί του παρελθόντος χωρίς να αισθάνονται ανυπόφορα αδικημένοι. Όταν όμως επί σειρά ετών κάθε πλευρά έχει υιοθετήσει ένα αφήγημα που εμφανίζει όλες τις απαιτήσεις της ως αδιαπραγμάτευτες και δεν αναγνωρίζει τα δίκια και της αντιμαχομένης πλευράς, είναι πολύ δύσκολο ένας τέτοιος συμβιβασμός να γίνει αποδεκτός.
Στην περίπτωση του Κυπριακού, αυτό φάνηκε με τον πλεόν έντονο τρόπο την περίοδο του ‘επάρατου’ Σχεδίου Αννάν. Με όλα τα προβλήματα και τις παραλείψεις που τυχόν είχε το συγκεκριμένο σχέδιο, δεν έπαυε να είναι βασισμένο στις παραμέτρους της ‘διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας’ που έχουν συμφωνηθεί από τη δεκαετία του ’70. Παρόλ’ αυτά, παρουσιάστηκε σα να είναι μία καταστροφή λίγο μικρότερη από τη Μικρασιατική ένω οι λίγοι που το υπερασπίστηκαν θεωρήθηκαν κάτι ανάμεσα σε Κουίσλινγκ και Εφιάλτες.
Δέκα χρόνια μετά, αρχίζει να στήνεται ένα ανάλογο σκηνικό με αφορμή το κοινό ανακοινωθέν που διέρρευσε. Σε αυτό, οι δύο πλευρές μας ενημερώνουν ότι θα επανεκκινήσουν τις συνομιλίες τους στη βάση των γνωστών παραμέτρων που έχουν συμφωνηθεί από τη δεκαετία του ’70, έχουν επαναβεβαιωθεί σε σειρά ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, είναι μέρος κάθε σχεδίου λύσης, και έχουν γίνει αποδεκτές από όλους τους Προέδρους της Κυπριακής Δημοκρατίας συμπεριλαμβανομένου και του Τάσσου Παπαδόπουλου (Συμφωνία 8ης Ιουλίου 2006).
Γιατί όμως ακόμη και ένα ανακοινωθέν αντιμετωπίζεται με τόση καχυποψία αν όχι υστερία; Ίσως γιατί αυτά τα 40 χρόνια δεν έχει εξηγήθει επαρκώς τι έχει συμφωνηθεί και τι ακριβώς σημαίνει ‘διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία’. Ίσως γιατί ακόμη και μετά την τραυματική εμπειρία του Αννάν δεν υπήρξε μία διαδικασία στην οποία να αναγνωρίστουν και τα τυχόν δίκια της άλλης πλευράς. Ίσως γιατί το δίκιο (του άλλου) είναι ζόρικο πολύ.
This article was first published in Greeklish on 11 February 2014